- φυσιώσεις
- надутости
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φυσιώσεις — φῡσιώσεις , φυσίωσις natural tendency fem nom/voc pl (attic epic) φῡσιώσεις , φυσίωσις natural tendency fem nom/acc pl (attic) φῡσιώσεις , φυσιόω dispose one naturally aor subj act 2nd sg (epic) φῡσιώσεις , φυσιόω dispose one naturally fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα … Dictionary of Greek